- ρίζωση
- η / ῥίζωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ῥιζῶ(-ώνω)]1. (για φυτό) πιάσιμο ρίζας, έκφυση ριζών, ανάπτυξη ριζών, ρίζωμα2. μτφ. στερέωση, σταθεροποίησηαρχ.μτφ.1. σχηματισμός, μορφοποίηση τού εμβρύου2. σχηματισμός τών φλεβών και τών αρτηριών.
Dictionary of Greek. 2013.